χώροι φιλοξενίας καλλιτεχνών στο παλιό λατομείο βορειοδυτικά της Θεσ/κης..
Πρόκειται για τον οικισμό των καστρόπληκτων που βρίσκεται πάνω στο βορειοδυτικό τμήμα του αρχαίου τείχους της πόλης Θεσσαλονίκης και του χώρου εκσκαφής ενός παλιού Λατομείου που βρίσκεται ακριβώς απέναντι. Οι δύο τόποι βρίσκονται σε μια διαλεκτική σχέση μεταξύ τους και διαβάζονται ως μια ενότητα.
Ανάμεσα τους βρίσκονται τα ίχνη παλιού χειμάρρου που τώρα έχει μετατραπεί σε δρόμο. Οι κλίσεις των δύο χώρων είναι απότομες και επιβλητικές καθώς αναπτύσσονται η μία απέναντι της άλλης. Ο τόπος στο σύνολό του αποτελεί σημαντικό στοιχείο της συλλογικής και ιστορικής μνήμης της πόλης καθώς περικλείει ίχνη πολιτισμού σε χρονικές διαστρώσεις που φτάνουν σε βάθος αιώνων. Συνολικά ο τόπος λειτουργεί με την λογική του «παλίμψηστου» μέσα από μια σειρά διαδοχικών επανεγγραφών στην ίδια επιφάνεια εδάφους. Ταυτόχρονα αποτελεί μια σπάνια νησίδα φυσικού χώρου με σημαντικό αστικό οικοσύστημα εν μέσω μιας περιβάλλουσας εξαιρετικά πυκνής και χαμηλής αισθητικής ποιότητας δόμησης.
Ο Τόπος θα αποτελέσει ένα είδος πλατφόρμας για την επινόηση κατασκευών (οι κατασκευές εγείρονται, παρασιτούν, επισυνάπτονται, αναπτύσσονται, αρθρώνονται)χωρίς να εξαντλούν τους επιλεγμένους τόπους. Οι τόποι δομούνται από το έργο ως πεδία για τον προγραμματισμό και την επινόηση ιδιαίτερων εγκαταστάσεων.
Το θέμα αφορά στη δημιουργία μονάδων φιλοξενίας, εργαστηρίων και εκθεσιακού χώρου που προορίζονται για την συμμετοχή νέων καλλιτεχνών σε workshopς που οργανώνονται περιοδικά. Η περιοδικότητα αυτή καθιστά απαραίτητη τη σύλληψη μιας επέμβασης μη μόνιμου αλλά επαναλαμβανόμενου χαρακτήρα, γεγονός που της προσδίδει ιδιαίτερες συνθετικές και κατασκευαστικές απαιτήσεις.
Το σχήμα του λατομείου παραπέμπει, σε δυο επίπεδα, ένα οριζόντιο και ένα κατακόρυφο. Η τοποθέτηση των κτιρίων σε αυτά τα δυο επίπεδα και η ανάπτυξη τους προς τις δυο αντίθετες διευθύνσεις, εγκυβωτίζουν το χώρο και όλες τις λειτουργίες μέσα σε ένα νοητό κουτί (κύβο).
Ο μικρός όγκος της κατοικίας και η ιδιωτικότητα που αρμόζει σε ένα τέτοιο χώρο οδήγησε στην τοποθέτηση της στο βράχο, σε απόσταση από το πλάτωμα του λατομείου, που αποκτά ένα δημόσιο χαρακτήρα ως χώρος εργασίας, έκθεσης, προβολής.
Οι κατοικίες αναπτύσσουν ένα διάλογο με την κατακόρυφη διεύθυνση του λατομείου. Εξαιτίας αυτού, στόχος είναι η προέκταση του βράχου στην οριζόντια διεύθυνση. Η ίδια λογική ακολουθείται και στο κτίσμα των εργαστηρίων, που συνδιαλέγεται με την οριζόντια διεύθυνση και το κτίριο ξεπροβάλει μέσα από το έδαφος (καθ’ύψος) στην κατακόρυφη διεύθυνση.
Για την επίτευξη αυτού του στόχου χρησιμοποιήθηκαν τοιχία που βγαίνουν μέσα από το έδαφος η το βράχο αντίστοιχα και αποτελούν το σκελετό- φέρων οργανισμό των κατασκευών.
Τα εργαστήρια και τα εκθετήρια αρθρώνονται από υπαίθριους και ημυπαίθριους χώρους.
Η τοποθέτηση του κτίσματος κεντρικά και σε απόσταση από το βράχο – λατομείο, αποσκοπεί στη δημιουργία ελεύθερων υπαίθριων χώρων για την προβολή του video art, εκμεταλλευόμενοι το βράχο και το υγρό στοιχείο.
Πρόθεση είναι η ομαδοποίηση των κατοικιών σε ένα γραμμικό σύστημα δομής με την τοποθέτηση τους στα πιο απόμακρα –κατακόρυφα σημεία, εξασφαλίζοντας έτσι την ιδιωτικότητα και πανοραμική θέα προς το χώρο του λατομείου και τη θάλασσα. Ταυτόχρονα μέσω της διαφάνειας των όψεων της κατοικίας λειτουργεί ως παράθυρο επικοινωνίας του σκληρού ορίου( βράχου) με την μετέωρη μπροστινή όψη.